- διαβάλλει
- διαβάλλωthrowpres ind mp 2nd sgδιαβάλλωthrowpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
THETAE — Graece Θῆτες, dicebantur apud Athenienses, quos Romani proletarios et capite censos appellavêre. Postquam enim Solon evium suotum censum egit, Athenienses universos in 4. distinxit ordines, Pentacosiomedimnos, qui Reip. talentum pendebaut:… … Hofmann J. Lexicon universale
TRIOBOLUS — apud Athenienses, pecunia erat, quae dabatur τοῖς εκκλησιάξουσιν, id est, civibus, qui Comitiis seu contioni intererant, unde et τὸ εκκλησιαςτικὸν audit apud Scriptores. Quatuor enim singulis annis statae erant contiones, κυρίαι Ε᾿κκλησίαι… … Hofmann J. Lexicon universale
αδιάβλητος — η, ο (Α ἀδιάβλητος, ον) 1. αυτός που δεν κατηγορήθηκε, δεν συκοφαντήθηκε 2. που δεν μπορεί κανείς να τόν διαβάλλει, απρόσβλητος από συκοφαντίες, ακατηγόρητος ανεπίληπτος αρχ. αυτός που δεν δίνει προσοχή στις συκοφαντίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + … Dictionary of Greek
αναγορευτής — ο (θηλ. τρα) [αναγορεύω] αυτός που κακολογεί ή διαβάλλει τους άλλους, φιλοκατήγορος, συκοφάντης … Dictionary of Greek
αντιδιαβάλλω — ἀντιδιαβάλλω (Α) διαβάλλω αυτόν που με διαβάλλει … Dictionary of Greek
διαβλητικός — ή, ό (AM διαβλητικός, ή, όν) 1. αυτός που διαβάλλει, ο συκοφαντικός 2. αυτός μέσω τού οποίου γίνεται η διαβολή … Dictionary of Greek
διαβολέας — ο (AM διαβολεύς) αυτός που διαβάλλει, ο συκοφάντης … Dictionary of Greek
διαβολικός — ή, ό (AM διαβολικός, ή όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διάβολο, αυτός που έχει τις ιδιότητες τού διαβόλου, ο σατανικός 2. κακεντρεχής, δόλιος, μοχθηρός αρχ. αυτός που έχει την τάση ή τη διάθεση να διαβάλλει … Dictionary of Greek
ευδιάβολος — εὐδιάβολος, ον (Α) 1. ο ευδιάβλητος 2. (επίρρ. φρ.) «εὐδιαβόλως ἔχειν» το να έχει κάποιος διάθεση για κατηγορία, για διαβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διά βολος «αυτός που διαβάλλει (ή και διαβάλλεται)» (< δια βάλλω)] … Dictionary of Greek
κακοβγάλτης — ο αυτός που διαβάλλει κάποιον, ο συκοφάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + βγάλτης (< βγάζω), πρβλ. αδικο βγάλτης] … Dictionary of Greek